- Κένιξμπεργκ
- (Κönigsberg).Παλαιά ονομασία της πόλης Καλίνινγκραντ (βλ. λ.), πριν αποσπαστεί από την Πρωσία και αποτελέσει τμήμα της Ρωσίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
Γκόλντμπαχ, Κρίστιαν — (Christian Goldbach, Κένιξμπεργκ 1690 – Μόσχα 1764).Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο του Κένιξμπεργκ, αλλά στη συνέχεια έδειξε ενδιαφέρον για τα μαθηματικά. Το 1725 εγκαταστάθηκε στη Ρωσία και έγινε μέλος της Ακαδημίας… … Dictionary of Greek
Γκότσεντ, Γιόχαν Κρίστοφ — (Johann Christoph Gottsched, Γιουντιτενκίρχε, Κένιξμπεργκ 1700 – Λειψία 1766).Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στην Κένιξμπεργκ και δίδαξε ποίηση, λογική και μεταφυσική στο πανεπιστήμιο της Λειψίας. Συνδέθηκε με τους κύκλους… … Dictionary of Greek
Λίπμαν, Φριτς Άλμπερτ — (Fritz Albert Lipmann, Κένιξμπεργκ 1899 – 1986). Γερμανός βιοχημικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια του Κένιξμπεργκ [σημερινό Καλίνινγκραντ], του Βερολίνου και του Μονάχου. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη χημεία και στη… … Dictionary of Greek
Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… … Dictionary of Greek
Χίλμπερτ, Ντάβιντ — (Hilbert, Κένιξμπεργκ, σήμερα Καλίνιγκραντ 1862 – Γκέτινγκεν 1943). Γερμανός μαθηματικός. Είναι ένας από τους θεμελιωτές της τάσης να αποδοθεί ο μαθηματικός συλλογισμός σε αξιώματα και γενικούς τύπους, η οποία εμφανίστηκε στα μαθηματικά του 20ού… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο … Dictionary of Greek
Αλβέρτος — I Όνομα αυτοκρατόρων και μελών της δυναστείας των Αψβούργων. 1. Α. Α’ (1250 – 1308). Βασιλιάς της Γερμανίας και δούκας της Αυστρίας (1298 1308). Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ροδόλφου Α’ των Αψβούργων. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (1291), δεν… … Dictionary of Greek